- ξωτάρης
- ο, θηλ. ξωτάρα και ξωτάρισσα1. εξωτάρης, ξωμάχος2. ξένος που μένει προσωρινά σε έναν τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξωτάρης, με σίγηοη τού αρκτικού άτονου ε-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)ξωτάρης — ο πληθ. ηδες 1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, αγρότης, ξωμάχος. 2. κάτοικος χωρίου, χωριάτης. ξωτάρης ο θηλ. ισσα ο, ξένος που μένει προσωρινά σ έναν τόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωτάρης — και ξωτάρης, ο 1. καλλιεργητής κτημάτων που βρίσκονται έξω από την πόλη, ξωμάχος 2. κάτοικος χωριού, χωριάτης … Dictionary of Greek